- Λιπαραίων
- Λιπαραί̱ων , Λιπάραof Liparafem gen plΛιπαραί̱ων , Λιπάραof Liparamasc/neut gen plΛιπαραῖοςof Liparafem gen plΛιπαραῖοςof Liparamasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Λιπαραίος — Λιπαραῑος, αία, ον (Α) [Λιπάρα] 1. αυτός που ανήκει στη Λιπάρα, τη μεγαλύτερη από τις Λιπάρες Νήσους 2. (το αρσ. και θηλ.) ο κάτοικος τής Λιπάρας («ἡ Λιπαραίων πόλις», Αριστοτ.) 3. φρ. «λίθος Λιπαραῑος» είδος λίθου που έμοιαζε με ηφαιστειώδη ύαλο … Dictionary of Greek